- μυράλειπτρον
- μῠρ-άλειπτρον [ᾰ], τό,A box of unguents, f.l. for μύρα, νίτρα in Paus.Gr.Fr.171.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυράλειπτρον — και μυράλιπτρον, τὸ (Α) σκεύος το οποίο περιέχει μύρο, αγγείο μύρου, μυροθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + ἄλειπτρον(< ἀλείφω), πρβλ. εξ άλειπτρον] … Dictionary of Greek
μυράλειπτρα — μυράλειπτρον box of unguents neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυράκανθος — μυράκανθος, ὁ (Α) το φυτό ηρύγγιο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + ἄκανθος (πρβλ. μυράλειπτρον, μυράπιον] … Dictionary of Greek
μύρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται βορειοανατολικά και κοντά στην Κυπαρισσία. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυπαρισσίας, * * * το (ΑΜ μύρον) κομμεορητίνη με ευχάριστο άρωμα η… … Dictionary of Greek